παράτροπος

παράτροπος
παράτροπος, -ον
1 illicit

εὐναὶ δὲ παράτροποι P. 2.35


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράτροπος — turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek

  • παράτροπον — παράτροπος turned aside masc/fem acc sg παράτροπος turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτροποι — παράτροπος turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπικός — ή, όν, Α [παράτροπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος …   Dictionary of Greek

  • παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”